- βοηλατικός
- βοηλ-ᾰτικός, ή, όν,A of or for cattle-driving: -κή (sc. τέχνη), ἡ, the herdsman's art, Pl.Euthphr.13c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοηλατικός — βοηλατικός, ή, όν (Α) 1. όποιος ανήκει στον βοηλάτη 2. ο κατάλληλος για βουκόλος 3. το θηλ. ως ουσ. η βοηλατική η τέχνη του βοηλάτη … Dictionary of Greek
βοηλατικῆς — βοηλατικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηλατική — βοηλατικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)